Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η κατάδυση

См. также в других словарях:

  • κατάδυση — Άθλημα, το οποίο συνίσταται στη γρήγορη και σύμφωνα με ορισμένους κανόνες βουτιά στο νερό από καθορισμένο ύψος. Οι διεθνείς και ολυμπιακοί κανονισμοί προβλέπουν βουτιά από ελαστικό βατήρα (τραμπλέν), που βρίσκεται 3 μ. πάνω από το νερό, και από… …   Dictionary of Greek

  • κατάδυση — η 1.καταβύθιση, καταπόντιση: Έγινε η κατάδυση του υποβρυχίου. 2. βουτιά, μακροβούτι: Είναι άφταστος στις καταδύσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταδύσῃ — καταδύσηι , κατάδυσις dipping fem dat sg (epic) καταδύ̱σῃ , καταδύω go down aor part act fem dat sg (attic epic ionic) καταδύ̱σῃ , καταδύω go down aor subj mid 2nd sg καταδύ̱σῃ , καταδύω go down fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… …   Dictionary of Greek

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • δύτης — Άτομο που εφοδιάζεται με κατάλληλες αναπνευστικές συσκευές, ώστε να μπορεί να παραμείνει υποθαλάσσια, με σκοπό να εκτελέσει έρευνες και διάφορων ειδών εργασίες. Ο δ. χρησιμοποιεί συνήθως ένα ένδυμα από αδιάβροχο ύφασμα, το οποίο κλείνει ερμητικά… …   Dictionary of Greek

  • καταδυτικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην κατάδυση 2. φρ. α) φυσ. «καταδυτικός φακός» ο αντικειμενικός φακός τού μικροσκοπίου β) ναυτ. «καταδυτικό μηχάνημα» αυτόνομη ή μη συσκευή που επιτρέπει την κατάδυση και παραμονή τού ανθρώπου μέσα στο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • περισκόπιο — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για πολεμικούς σκοπούς, που επιτρέπει σε ένα παρατηρητή που βρίσκεται χαμηλότερα από τον αντικειμενικό, να εξερευνά το εξωτερικό περιβάλλον. Τους πρώτους τύπους π. επινόησαν μελετητές διάφορων χωρών… …   Dictionary of Greek

  • υποβρύχιο — Ναυτικό, κυρίως πολεμικό, μέσο που μπορεί να κινείται και στην επιφάνεια και σε κατάδυση. Οι πρώτες απόπειρες για την κατασκευή ενός τέτοιου μέσου χρονολογούνται εδώ και τέσσερις σχεδόν αιώνες. Πραγματικός όμως πρόγονος του υποβρύχιου μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • βομβοβόλο — Όπλο ή συσκευή διαφόρων τύπων για την εκτόξευση βομβών. Έως τις αρχές του Α’ Παγκoσμίου πολέμου, οι στρατοί χρησιμοποιούσαν ελαφρά εμπροσθογεμή β., που αποτελούνταν από έναν μεταλλικό σωλήνα χωρίς ραβδώσεις, κλειστό στο κατώτερο άκρο, με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»